- ἐκγλυφῇ
- ἐκγλυφήhatchingfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκγλυφή — η (Α ἐκγλυφή) νεοελλ. 1. σκάλισμα, κοίλανση («εκγλυφὴ επίπλου») 2. κοιλότητα που γίνεται από εκγλυφίδα αρχ. εκκόλαψη … Dictionary of Greek
ἐκγλυφήν — ἐκγλυφή hatching fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκγλυπτικός — ή, ό χρήσιμος ή κατάλληλος για εκγλυφή («εκγλυπτική μηχανή» εκγλύφανο, φρέζα) … Dictionary of Greek
εκγλυφίδα — η 1. χαλύβδινο εργαλείο για την εκγλυφή οπών 2. ονομασία διαφόρων οδοντιατρικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται για εμφράξεις … Dictionary of Greek